- βαλσαμίνα
- Φυτό ποώδες, ετήσιο, διακοσμητικό, με εντυπωσιακή και μακρόχρονη ανθοφορία, της οικογένειας των βαλσαμινιδών, στην οποία περιλαμβάνονται περίπου 400 είδη. Η επιστημονική του ονομασία είναι impatiens balsamine. Έχει πολλά κλαδιά και λογχοειδή, οξύληκτα, πριονωτά φύλλα. Τα άνθη της, μονά ή διπλά, έχουν κάλυκα πεντασέπαλο (το ένα σέπαλο επιμηκύνεται σε πλήκτρο) και στεφάνη με πέντε πέταλα, από τα οποία το ανώτερο είναι πλατύτερο και κοίλο. Το χρώμα τους ποικίλλει από το λευκό έως το ροζ και από το κόκκινο έως το ιώδες. Ο καρπός είναι χνουδωτή, πλατιά κάψα. Καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό και για να ευδοκιμήσει θέλει πολλά ποτίσματα. Η β. φυτρώνει κυρίως στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές της Κίνας και των Ινδιών. Στο γένος αυτό ανήκουν και άλλα είδη, μεταξύ των οποίων είναι και το φυτό το γνωστό με το όνομα μη-μου-άπτου, που είναι αυτοφυές στα δάση της ελληνικής Μακεδονίας.
Dictionary of Greek. 2013.